προσεξέρχεται

προσεξέρχεται
πρόσ-ἐξέρχομαι
go
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσεξέχομαι — Α [ἐξέρχομαι] 1. εξέρχομαι για να συναντήσω κάποιον («λόγος προσεξέρχεται ὑπαντησόμενος», Φίλ.) 2. απέρχομαι επίσης («τὸν ἐν πορείᾳ προσεξελθόντα», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”